- ξέλειχα
- επίρρ. поверхностно, слегка;
τον βρήκε ξέλειχα η σφαίρα — пуля его едва задела
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον βρήκε ξέλειχα η σφαίρα — пуля его едва задела
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέλειχα — επίρρ. 1. επιπόλαια 2. έξω έξω, άκρη άκρη, ξώπετσα («τόν πέτυχε ξέλειχα η σφαίρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek